Αρχική / Ανακοινώσεις / Ενημέρωση και συμπεράσματα της 3ης συνάντησης Λογοθεραπευτών

Ενημέρωση και συμπεράσματα της 3ης συνάντησης Λογοθεραπευτών

30 July, 2024

Στις 12.06.2024, το Ι.Μ.Ε.Γ.Ε.Ε πραγματοποίησε την τρίτη διαδικτυακή ομάδα εργασίας, μελέτης και τεκμηρίωσης των λογοθεραπευτών, οι οποίοι εργάζονται στην εκπαίδευση, με επίτιμες προσκεκλημένες την Δρ. Έλενα Θεοδώρου Επίκουρη Καθηγήτρια και Δρ. Μαρίνα Χαραλάμπους, Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό, του Τμήματος Επιστημών Αποκατάστασης του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου με θέμα: Παροχή λογοθεραπευτικών υπηρεσιών στο εκπαιδευτικό πλαίσιο – συνεργασία με άλλες ειδικότητες.

Η συνάντηση είχε ιδιαίτερο επιστημονικό και ενημερωτικό ενδιαφέρον μιας και στην Κύπρο το πρόγραμμα Ειδικής Αγωγής με τη συμμετοχή του λογοθεραπευτή στην γενική εκπαίδευση λειτουργεί από τη δεκαετία του ’80. Αρχικά, η κυρία Θεοδώρου ανέφερε ότι αναμένεται νέος νόμος Ειδικής Αγωγής στην Κύπρο, στον οποίον ως Τμήμα Λογοθεραπείας κλήθηκαν να καταθέσουν προτάσεις. Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο του 1999 περί Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες, Ειδική αγωγή και Εκπαίδευση σημαίνει παροχή αναγκαίας βοήθειας στο παιδί με ειδικές ανάγκες στο σύνολο της ανάπτυξης του. Έτσι,  οι παροχές λογοθεραπείας (αλλά και οποιασδήποτε άλλη υπηρεσία ειδικής αγωγής) ξεκινάνε από την ηλικία των τριών ετών και φτάνει μέχρι και το τέλος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Όσον αφορά τη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, οι υπηρεσίες αυτές πραγματοποιούνται από εκπαιδευτικούς και όχι λογοθεραπευτές, παρόλο που ο νόμος ορίζει ότι οι ειδικοί εκπαιδευτικοί, συμπεριλαμβανομένων των λογοθεραπευτών, μπορούν να παρέμβουν μέχρι την ανώτατη βαθμίδα εκπαίδευσης.

Στην Κύπρο λειτουργούν οι Επαρχιακές Επιτροπές Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, κάτι αντίστοιχο των ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ., οι οποίες απαρτίζονται από λογοθεραπευτές, κλινικούς και σχολικούς ψυχολόγους, ειδικούς παιδαγωγούς, κοινωνικούς λειτουργούς και παιδαγωγούς της γενικής εκπαίδευσης. Σε αυτές τις επιτροπές παραπέμπονται τα παιδιά, τα οποία παρουσιάζουν εμφανείς αναπηρίες με στόχο την αξιολόγησής τους. Αυτές οι επιτροπές σε πρώτο στάδιο είναι υπεύθυνες για τη σύσταση της ομάδας των ειδικών που θα αξιολογήσει το παιδί που παραπέμφθηκε. Παράλληλα, στα σχολεία μέσω του μηχανισμού εντοπισμού και στήριξης παιδιών με μαθησιακά, συναισθηματικά ή/και άλλα προβλήματα, παραπέμπονται εκείνα τα παιδιά που εμφανίζουν κυρίως μαθησιακές δυσκολίες, ώστε να αξιολογηθούν από τις διεπιστημονικές ομάδες των επιτροπών. Η αξιολόγησή τους ξεκινάει από τον δάσκαλο της τάξης και συνεχίζει με τον ειδικό δάσκαλο, τον λογοθεραπευτή και τον ψυχολόγο (και όποιον άλλο ειδικό κριθεί αναγκαίο), οι οποίοι έχουν υπό την αρμοδιότητά τους το συγκεκριμένο σχολείο γενικής αγωγής. Στο τέλος, η ομάδα αυτή θα δώσει συστάσεις ως προς το πλαίσιο φοίτησης του παιδιού (ειδικό σχολείο, ειδική μονάδα δηλαδή το αντίστοιχο τμήμα ένταξης κ.α.) και ως προς τις παροχές βοήθειας που θα λάβει από αντίστοιχες ειδικότητες. Η Επαρχιακή Επιτροπή λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα των αξιολογήσεων και τις συστάσεις προχωρά στην έγκριση ή μη των απαραίτητων υπηρεσιών καθώς επίσης και το πλαίσιο φοίτησης του παιδιού.

Επομένως για κάποιους/ες μαθητές/τριες η αξιολόγηση δρομολογείται από το σχολείο, όπου ο εκπαιδευτικός, ο ειδικός παιδαγωγός και ο λογοθεραπευτής καλούν τον ψυχολόγο και τους γονείς στην διεπιστημονική ομάδα προκειμένου να καταρτιστεί το ατομικό πρόγραμμα εκπαίδευσης. Συνήθως, ο λογοθεραπευτής υποστηρίζει μία έως δύο φορές την εβδομάδα εκτός τάξης τον/την μαθητή/τρια που χρήζει λογοθεραπείας, μια πρακτική η οποία δεν θεωρείται πια σύγχρονη σύμφωνα  με  την  συμπεριληπτική προσέγγιση.  Έτσι, η κα Θεοδώρου εστίασε στον τρόπο που παρέχεται η λογοθεραπεία στο σχολικό πλαίσιο δηλαδή κυρίως ως άμεση παρέμβαση σε ατομικό ή ομαδικό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι τα παιδιά αποσύρονται από την τάξη από μία έως δύο φορές την εβδομάδα για 45’ περίπου και λαμβάνουν υπηρεσίες στην αίθουσα της λογοθεραπείας. Επιπλέον, αναφέρθηκε στην κριτική που μπορεί να δεχτεί αυτό το μοντέλο άμεσης παρέμβασης, η οποία αναφέρεται επιγραμματικά παρακάτω:

  • Δίνεται έμφαση στη διαφορά με αποτέλεσμα τον πιθανό στιγματισμό των παιδιών.
  • Με την απόσυρση των παιδιών από την τάξη είναι πιθανό να δυσχεραίνεται η συμμετοχή τους μέσα σε αυτή.
  • Δύναται να περιοριστεί η συμμετοχή των παιδιών στο σχολικό πρόγραμμα και τέλος,
  • δύναται να εμποδιστεί η θετική στάση του εκπαιδευτικού προς το μαθητή (κάτι το οποίο η ομιλήτρια ανέφερε ότι δεν το συμμερίζεται, σύμφωνα με την εμπειρία της).

Η άλλη επιλογή  θα μπορούσε να είναι η έμμεση παρέμβαση, είτε σε ατομικό είτε σε ομαδικό επίπεδο. Σε αυτή την περίπτωση οι εκπαιδευτικοί είναι αυτοί που εφαρμόζουν τις παρεμβάσεις εντός τάξης, σε παιδιά που παρουσιάζουν δυσκολίες στον λόγο και στην επικοινωνία. Σύμφωνα πάντα με ερευνητικά δεδομένα τα αποτελέσματα δεν είναι ικανοποιητικά και ο λόγος της αποτυχίας συσχετίζεται με την περιορισμένη γνώση των εκπαιδευτικών γενικής αγωγής σε θέματα γλωσσικών διαταραχών και δυσκολιών στην επικοινωνία.

Έπειτα, η ομιλήτρια αναφέρθηκε στον ρόλο του λογοθεραπευτή στην συμπερίληψη.  Αυτός στο σχολικό πλαίσιο καλείται να οργανώσει δράσεις και δραστηριότητες εντός και εκτός της τάξης, να συνεργαστεί με τους δασκάλους κυρίως της γενικής αλλά και ειδικής αγωγής, καθώς επίσης να συμμετέχει και να εμπλέκεται ενεργά σε συναντήσεις με το υπόλοιπο προσωπικό του σχολείου για ανταλλαγή πληροφοριών και εξασφάλιση της συμπερίληψης όλων των παιδιών στη γενική εκπαίδευση. Τέλος, καλείται να αξιοποιήσει το χρόνο του εντός σχολείου για τη δημιουργία και εφαρμογή δράσεων πέραν της άμεσης παρέμβασης. Σημαντικός παράγοντας για να πραγματοποιηθούν τα παραπάνω  αποτελεί  το κίνητρο και οι κατάλληλες γνώσεις που θα πρέπει να προσφερθούν στο λογοθεραπευτή για την εφαρμογή έμμεσων παρεμβάσεων εντός του σχολείου.

Σύμφωνα με έρευνες και μοντέλα που μας παρουσίασε η κα Θεοδώρου, αναφέρονται προτάσεις για το πως θα έπρεπε να συμβάλλει ο λογοθεραπευτής στα γενικά σχολεία. Έτσι, για παράδειγμα ο λογοθεραπευτής εντός του σχολείου έχει έναν ρόλο στη γενική ενδυνάμωση των γλωσσικών δεξιοτήτων του συνόλου των παιδιών που φοιτούν στο σχολείο με προγράμματα γλωσσικής ενίσχυσης. Βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη ικανοποιητικών αποτελεσμάτων είναι η καλή συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς για την καλύτερη γλωσσική εκπαίδευση και καλλιέργεια στο σύνολο των παιδιών. Επιπλέον ο λογοθεραπευτής εργάζεται και παρέχει έμμεσες υπηρεσίες σε ομάδες παιδιών, οι οποίες πιθανόν να έχουν ανιχνευθεί από τον εκπαιδευτικό ως ομάδα υψηλού κινδύνου για γλωσσική απόκλιση και γλωσσικές δυσκολίες ή ακόμη και σε παιδιά που εμφανίζουν χαμηλές επιδόσεις. Δόθηκαν παραδείγματα προγραμμάτων φωνολογικής ενημερότητας στην τάξη σε συνεργασία με τον εκπαιδευτικό, ελεύθερες δραστηριότητες για την εξέλιξη του λεξιλογίου με βιωματικό τρόπο και άμεσες παρεμβάσεις σε ομάδα εντός τάξης. Τέλος, στα παιδιά που παρουσιάζουν μεγαλύτερες δυσκολίες, όπου οι έμμεσες παρεμβάσεις και οι παρεμβάσεις εντός της τάξης δεν καλύπτουν τις ανάγκες τους, οι λογοθεραπευτές  παρέχουν άμεσες και εξατομικευμένες υπηρεσίες, αποσύροντάς τα από την τάξη και δουλεύοντας μαζί τους στην αίθουσα της λογοθεραπείας.

Στη συνέχεια η Δρ. Χαραλάμπους τόνισε την σημασία της διεπιστημονικότητας και ανέλυσε τρόπους συνεργασίας. Επισήμανε ότι η καθημερινή τριβή του λογοθεραπευτή με το εκπαιδευτικό προσωπικό είναι καθοριστική για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους και για την κατάλληλη υποστήριξη  των παιδιών.  Επίσης σημείωσε την εμπιστοσύνη που έχει ο δημόσιος τομέας στον ιδιωτικό τομέα στην υποστήριξη των μαθητών/τριων στο σχολείο και ότι η υποστήριξη στο σχολείο είναι υψηλού επιπέδου σε βαθμό που αγωνίζεται ιδιωτικό τομέα. Τέλος, το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου προσλαμβάνει μεγάλο αριθμό λογοθεραπευτών και θεωρείται ίσως και ο κύριος εργοδότης για την ειδικότητα αυτή.

Από τη συζήτηση με τους συμμετέχοντες προέκυψε ότι για την καλύτερη συνεργασία είναι σημαντικό οι λογοθεραπευτές να γνωρίζουν το αναλυτικό πρόγραμμα της τάξης, τα κριτήρια για λογοθεραπευτική αξιολόγηση καθώς επίσης η αναγκαιότητα της επιμόρφωσης τόσο των εκπαιδευτικών όσο και των λογοθεραπευτών. Τονίστηκε, η αναγκαία και καλή συνεργασία του λογοθεραπευτή με τον εκπαιδευτικό καθώς επίσης η εφαρμογή καλών ανιχνευτικών προγραμμάτων ως βασικές προϋποθέσεις πριν  από κάθε μορφή παρέμβασης.

Τέλος, τη συζήτηση εμπλούτισαν με τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους το συνδεόμενο μέλος του Ι.Μ.Ε.Γ.Ε.Ε. Θεοδώρα Μπόντσιου, η κυρία Θάλεια Γρηγοριάδου, Σύμβουλος Προσχολικής Αγωγής από την Καβάλα, η Δρ. Κυριακή Ρόθου, Επίκουρη Καθηγήτρια Ειδικής Αγωγής – Μαθησιακών Δυσκολιών από το ΑΠΘ. Ευχαριστούμε θερμά την Βικτώρια Μήτσιου, μέλος της ομάδας, για την καταγραφή των πληροφοριών-πρακτικών.

Με εκτίμηση

Λαμπριάνα Τσιακπίνη

Εκ μέρους του Επιστημονικού Συμβουλίου